- ματίῃ
- ματίαvain attemptfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ματίη — ματία vain attempt fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματία — ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α) 1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια 2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek